αλβανολογία

αλβανολογία
η
επιστημονική έρευνα που αναφέρεται στα σχετικά με τους Αλβανούς, δηλαδή τα έθιμα, την ιστορία, τη γλώσσα κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αλβανός + -λογία < -λόγος < λέγω. Ο όρος, κατά τις πληροφορίες του Κουμανούδη, εμφανίζεται τον 19ο αιώνα (1867).
ΠΑΡ. νεοελλ. αλβανολόγος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλβανολόγος — ο, η [αλβανολογία] αυτός που ασχολείται με την αλβανολογία, που ερευνά επιστημονικά τα σχετικά με τους Αλβανούς (γλώσσα, ιστορία, ήθη, έθιμα κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”